Ἑστίαν

Ἑστίαν
Ἑστίᾱν , Ἑστία
hearth of a house
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἑστιᾶν — ἕστιος of the masc/fem gen pl (doric) ἑστία hearth of a house fem gen pl (doric aeolic) ἑστιάω receive at one s hearth pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἑστιάω receive at one s hearth pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἑστιάω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστιᾷν — ἑστιάω receive at one s hearth pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστίαν — ἑστίᾱν , ἕστιος of the fem acc sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱν , ἑστία hearth of a house fem acc sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱν , ἑστιάω receive at one s hearth imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἑστίᾱν , ἑστιάω receive at one s hearth… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • VESTA Nova — cognominata est Iulia Augusta seu Domna Severi Imperatoris uxor, quasi Numen Urbis Imperiique tutelate, quemadmodum ignis Vestalis inter symbola et pignora Imperii olim fuit. Inscr. vetus Lampsaci, ΙΟΓΛΙΑΝ ΣΕΒΑΣΤΗΝ ΕΣΤΙΑΝ ΝΕΑΝ ΔΗΜΗΤΠΑ Η ΓΕΠΟΓΣΙΑ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βουλαίος — βουλαῑος, α, ον (Α) [βουλή] 1. (για θεούς) αυτός που ανήκει στη Βουλή ή έχει σχέση μ αυτήν (π. χ. «τὴν Ἑστίαν ἐπώμοσε τὴν βουλαίαν» ορκίσου στην Εστία της οποίας το άγαλμα είναι στημένο στο Βουλευτήριο) 2. (για θνητούς) φρ. «θεῶν βουλαῑος»… …   Dictionary of Greek

  • εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… …   Dictionary of Greek

  • θεσμοφόρια — Αρχαία γιορτή προς τιμήν της Θεσμοφόρας Δήμητρας, σχετική με τη γονιμότητα της γης και την ευγονία των γυναικών. Τα Θ., στα οποία μετείχαν μόνο έγγαμες γυναίκες, τελούνταν τον μήνα Πυανεψιώνα (μέσα Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου), που συνέπιπτε με …   Dictionary of Greek

  • καταιθύσσω — (Α) 1. κυματίζω, κινούμαι γρήγορα πέρα δώθε («ἅπαν νῶτον καταίθυσσον πλόκαμοι», Πίνδ.) 2. διαχέω («Κάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν» ο Κάστωρ στέλνει τη λάμψη του στην εστία, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰθύσσω «ανακινώ, ταράζω»] …   Dictionary of Greek

  • μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… …   Dictionary of Greek

  • μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”